- αλλοπόρα
- (allopora). Γένος βρυόζωων της υπόταξης των τρεποστομάτων που έχει εκλείψει. Απολιθώματά τους βρέθηκαν σε σιλούρια και δεβόνια στρώματα στις πολιτείες Οχάιο και Μινεσότα των ΗΠΑ. Τα βρυόζωα αυτά σχημάτιζαν θαμνώδη αποικία.
Dictionary of Greek. 2013.