αλλοπόρα

αλλοπόρα
(allopora). Γένος βρυόζωων της υπόταξης των τρεποστομάτων που έχει εκλείψει. Απολιθώματά τους βρέθηκαν σε σιλούρια και δεβόνια στρώματα στις πολιτείες Οχάιο και Μινεσότα των ΗΠΑ. Τα βρυόζωα αυτά σχημάτιζαν θαμνώδη αποικία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”